- ενδομήτριο
- Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της ωοθήκης, δηλαδή το ε. αποτελεί έναν ορμονικό υποδοχέα, η μορφή του οποίου αλλάζει ανάλογα με την ηλικία και τη φάση του εμμηνορυσιακού-ωοθηκικού κύκλου. Με βιοψία του ε. στη διάρκεια της εμμηνορρυσίας διαπιστώθηκαν δύο φάσεις: α) Η θυλακινική ή οιστρογονική φάση, κατά την οποία όλα τα κυτταρικά στοιχεία του ε. πολλαπλασιάζονται. Το χόριο γίνεται πλούσιο σε κύτταρα και οι σωληνοειδείς αδένες του πολλαπλασιάζονται. Η φάση αυτή αντιστοιχεί με την αύξηση του ωοθηλακίου του Γκράαφ στην ωοθήκη και διαρκεί έως τη 14η μέρα σε κύκλο 28 ημερών. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής το ε. ετοιμάζεται για πιθανή κύηση. β) Η θυλακινοωχρινική φάση οφείλεται στην έκκριση ωχρίνης και θυλακίνης από το ωχρό σωμάτιο. Στο ε. εμφανίζεται έκκριση γλυκογόνου μέσα στα κύτταρα των αδένων (χρωματίζεται με λουγκόλ ή με καρμίνη του Μπεστ). Επίσης εμφανίζονται συνδετικές αποκολλήσεις, που παραμορφώνουν τους αδένες κάνοντας την περιφέρειά τους δαντελωτή και τις αρτηρίες του χορίου σπειροειδείς. Έτσι, το ε. γίνεται κατάλληλο για την παραμονή του γονιμοποιημένου ωαρίου. Εάν, όμως, δεν έχει γίνει γονιμοποίηση, η μέση και εξωτερική στιβάδα του ε. αποβάλλονται με την εμμηνορρυσία. Οι βιοψίες αυτές βοηθούν στη εκτίμηση της ωοθηκικής λειτουργίας και στον χρονικό προσδιορισμό της ωορρηξίας, καθώς και στη διάγνωση υπερπλασίας και νεοπλασμάτων του ε. ενδομητρίτιδα. Φλεγμονή του επιθηλίου της μήτρας. ενδομήτρια συσκευή. Συσκευή από πλαστικό ή μέταλλο, σχήματος σπειροειδούς ή αγκύλης, που εισάγεται στη μήτρα για να εμποδίσει την εγκυμοσύνη. ενδομήτριος πολύποδας. Νεοπλασία που ξεκινά από το επιθήλιο της μήτρας. Συνήθως δεν είναι καρκινικός.
Dictionary of Greek. 2013.